σκώμματος

σκώμματος
σκώ̱μματος , σκῶμμα
jest
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • σκωπαλέος — α, ον, Α αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • σκωπτικός — ή, ό / σκωπτικός, ή, όν, ΝΑ [σκώπτης] 1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει 2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά …   Dictionary of Greek

  • σκώμμα — το / σκῶμμα, ώμματος, ΝΜΑ [σκώπτω] πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός αρχ. φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.) β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» λογοπαίγνιο (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”